- περισκοπή
- ἡ, Μτόπος από τον οποίο μπορεί κανείς να παρατηρεί γύρω γύρω, να περισκοπεί, ψηλό μέρος, σκοπιά («ὁρᾷ ἐξ ἀπόπτου τινός περισκοπῆς», Θεοφύλ. Σιμ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + σκοπή «τόπος υψηλός απ' όπου κατασκοπεύει κανείς» (< σκέπτομαι), πρβλ. κατα-σκοπή].
Dictionary of Greek. 2013.